- πανυπέραγνος
- -ον, Μαυτός που υπερέχει όλων ως προς την αγνότητα («ἡ σεμνὴ καὶ πανυπέραγνος σου μήτηρ», Μηναί.).επίρρ...πανυπεράγνως Μμε μεγάλη αγνότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὑπέραγνος «αγνότατος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.